- λαθροφονευτής
- λαθρο-φονευτής, ὁ, Meuchelmörder
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λαθροφονευτής — λαθροφονευτής, ό, και λαθροφόνος, ον (Α) αυτός που δολοφονεί κρυφά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + φονευτής. Ο τ. λαθροφόνος < λάθρα + φόνος (πρβλ. δολο φόνος, θηρο φόνος)] … Dictionary of Greek
λαθροφόνος — λαθροφόνος, ον (Α) βλ. λαθροφονευτής … Dictionary of Greek